- διαβαίνων
- διαβαίνωstridepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek